Ι.«Η Επιβουλή κατά των Δημοσίων Δασών»
Μιχαήλ Δεκλερής
Επ. Αντιπρόεδρος ΣτΕ,
Πρόεδρος Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος
Ομιλία σε Συνέντευξη Τύπου
Αίθουσα Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2003, 12.30 μ.μ.
1. Ευρισκόμεθα εδώ για να υπερασπίσωμε τον κορμό της Δημοσίας Κτήσεως της Ελλάδος, που είναι τα δάση και οι δασικές εκτάσεις μας, από ένα μέγα κίνδυνο που τα απειλεί. Η Ελλάς είναι η χώρα με την μεγαλύτερη δημοσία δασική κτήση στην Ευρώπη. Αυτός είναι ο αληθής εθνικός πλούτος που μας κληροδότησαν οι πτωχοί πρόγονοί μας, αυτοί που εθυσιάσθησαν για την παλιγγενεσία του έθνους. Και αυτόν εποφθαλμιούν όσοι απεργάζονται δεινά κατά της δημοσίας κτήσεως. Η απειλή αυτή μεθοδεύεται τώρα σε μια τροπολογία νόμου, έτσι ώστε να εμφανίζεται περίπου σαν πράξη κοινωνικής δικαιοσύνης. Το Κράτος περιγράφεται ως καταπατητής δήθεν ιδιωτικών δικαιωμάτων επί των δασών, και για τον λόγο αυτό αποφασίζεται ότι η δημοσία κτήση πρέπει να στερηθεί της νομίμου προστασίας που είχε ανέκαθεν. Οφείλομε να αποκαταστήσωμε την αλήθεια. Να καταδείξωμε, δηλ., ότι πρόκειται ακριβώς περί του αντιθέτου και ότι, υπό την ασύστατον αυτή κατηγορία κατά του κράτους, υποκρύπτονται πρόθεση και σχέδια κατά της δημοσίας δασικής κτήσεως.
2. Η επίμαχη τροπολογία απαγορεύει με δυο λόγια στο κράτος να προβάλει δικαίωμα κυριότητος επί ακινήτων που βρίσκονται εντός σχεδίου πόλεως. Καταργεί το τεκμήριο της δημοσίας κτήσεως του κράτους, που ισχύει από της ιδρύσεώς του, και ορίζει αντιθέτως ότι ο ιδιώτης νομεύς τέτοιων ακινήτων θεωρείται κύριος έναντι του δημοσίου εφόσον νέμεται μέχρι τώρα το ακίνητο με νόμιμο τίτλο επί δέκα (10) χρόνια, ή και χωρίς τίτλο εάν το νέμεται καλοπίστως τουλάχιστον τριάντα (30) χρόνια. Με τον συνοπτικό αυτό τρόπο, η τροπολογία επιχειρεί την κατάργηση, προκειμένου περί μιας κατηγορίας ακινήτων, της νομίμου προστασίας που είχεν ανέκαθεν η δημοσία κτήση και που εκφράζεται στις γνωστές αρχές του αναπαλλοτριώτου και απαραγράπτου της δημοσίας κτήσεως, αλλά και του τεκμηρίου κυριότητος του κράτους εκ των δημοσίων δασών.
3. Προτού προχωρήσωμε, πρέπει να εξηγήσωμε την φύση και την προέλευση της νομίμου προστασίας που γενικώς απολαμβάνει η δημοσία κτήση και ειδικώτερα τα δάση και οι δασικές εκτάσεις. Η δημοσία κτήση στην Ελλάδα
είναι ουσιαστικώς εθνική κοινοκτησία εσαεί και οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν καλώς τα ζητήματα αυτά, ώστε να αποτρέπουν τις επιβουλές και επιθέσεις κατά των δικαιωμάτων τους. Η δημοσία κτήση στην Ελλάδα, στην οποία συμπεριλαμβάνονται και τα δάση και οι δασικές εκτάσεις, είναι αναπόσπαστο μέρος της εθνικής κυριαρχίας. Δεν είναι το δικαίωμα κυριότητος του αστικού κώδικος. Όπως θα εξηγήσωμε ευθύς αμέσως, είναι γνήσια εξουσία δημοσίου χαρακτήρος αποκτηθείσα με το δικαίωμα του πολέμου και της νίκης των ελληνικών όπλων επί του πρώην ιδιοκτήτη της, του Οθωμανού Σουλτάνου. Η εξουσία αυτή δεν χρειάζεται διατάξεις νόμου για την θέσπιση των ειρημένων αρχών, οι οποίες απορρέουν αμέσως από την φύση της. Ως εκ τούτου, παρόμοιες διατάξεις εθεσπίσθησαν ως εκ περισσού. Τούτο βεβαίως σημαίνει και ότι η κυριαρχική εξουσία του κράτους επί της δημοσίας κτήσεως δεν μπορεί να καταλυθεί ούτε με νόμο.
4. Ειδικώτερα, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος απέσπασε τα δάση μας από τον μέχρι τότε ιδιοκτήτη του Οθωμανό Σουλτάνο, πρώτα μεν «δικαιώματι πολέμου και δημευτικώς», δηλ. διά της στρατιωτικής κατοχής, και ύστερα νομικώς με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου το 1830. Ο τότε Κυβερνήτης μας Ιωάννης Καποδίστριας ηρνήθη να καταβάλει την ζητηθείσα από τον Σουλτάνο αποζημίωση και επεκαλέσθη ρητώς το κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδος ως νικητρίας κατά την εθνεγερσία του 1821, τουθ?όπερ πράγματι και ανεγνωρίσθη από το ειρημένο Πρωτόκολλο του Λονδίνου. Τοιουτοτρόπως, μόνο σε ολίγα μέρη, όπως ιδίως η Εύβοια, όπου δεν υπήρχε ελληνικός
στρατός κατοχής, ανεγνωρίσθη από το Πρωτόκολλο εκείνο ότι οι Τούρκοι πασάδες είχαν το δικαίωμα να πωλήσουν τα κτήματά τους σε αλλοδαπούς, αποτελεί και την αρχή της γνησίας ιδιωτικής κτήσεως επί δασών στην χώρα μας. Για την αναγνώριση των δικαιωμάτων αυτών, το κράτος επέβαλε τότε αυστηρές διατυπώσεις. Το νομικό προηγούμενο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου του 1830, δηλ. η κυριαρχική απόκτηση της δημοσίας κτήσεως από το ελληνικό κράτος, επαναλαμβάνεται και κατά τις διαδοχικές εδαφικές επεκτάσεις του ελληνικού κράτους μέχρι των ημερών μας και αποτελεί το θεμέλιο της ιδιαιτέρας φύσεως της δημοσίας κτήσεως.
5. Μολονότι η ιδιαίτερη φύση της δημοσίας κτήσεως και η διαφορά της από το δικαίωμα κυριότητος του ιδιωτικού δικαίου, γίνεται διεθνώς δεκτή και θεωρητικώς -τουλάχιστον στο Ηπειρωτικό Δίκαιο- ο κυριαρχικός χαρακτήρας της ελληνικής δημοσίας κτήσεως, οφειλόμενος στην προεκτεθείσα ιστορία της, είναι πλέον έντονος και έκδηλος. Τοιουτοτρόπως, το τεκμήριο της «ιδιοκτησίας» του ελληνικού κράτους επί των δασών του δεν είναι νομικό πλάσμα, αλλά εκφράζει και την πραγματική κατάσταση. Είναι κυριολεκτικώς η σφραγίδα αίματος των αγωνιστών που εθυσιάσθηκαν κατά την παλιγγενεσία για να αποκτήσει η Ελλάς τα δάση της ως «εθνικά κτήματα», όπως ελέγοντο
τότε πριν μετονομασθούν αργότερα (1838) σε «δημόσια κτήματα». Εθεμελιώθη έτσι έκτοτε η εθνική κοινοκτησία επί των δασών και των δασικών εκτάσεων, που είναι αναπαλλοτρίωτη από την φύση της ακριβώς για να παραμένει εσαεί τοιαύτη. Σήμερα η κοινοκτησία αυτή δικαιώνεται και από την θεμελιώδη αρχή της βιωσιμότητος, που επιβάλλει την διατήρηση και διαφύλαξη των δασών, και από της απόψεως αυτής, το κράτος είναι ο πλέον αξιόπιστος γαιοκτήμων, εφόσον τα δάση παραμένουν στην εθνική ιδιοκτησία για να τα εύρουν ακέραια οι επόμενες γενεές. Είναι εθνικό καταπίστευμα. Δεν είναι πηγή κερδοφορίας. Το νομικό αυτό καθεστώς των δασών μας έγινε σεβαστό μέχρι σήμερα. Μόνο σε λίγες περιπτώσεις και για πολύ σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, έγιναν παραχωρήσεις δημοσίων δασών, όπως, λ.χ., κατά την αποκατάσταση των προσφύγων. Είναι δε θλιβερό ότι για πρώτη φορά κατά την περίοδο της αγρίας οικιστικής αναπτύξεως, το κράτος, εξαιτίας της ισχνής υλικοτεχνικής δομής του, των ατελών ελέγχων, αλλά και ιδίως των πρακτικών του πελατειακού συστήματος, απώλεσε -εν τη πράξει και όχι νομικώς- μέρος της δασικής κτήσεως. Παρ’ όλα αυτά, η αριθμητική σχέση δημοσίας δασικής κτήσεως και ιδιωτικών δασών, όπως εκφράζεται σήμερον (85:15, στην Κρατική συναριθμείται και η Κοινοτική) επικυρώνει την πραγματική βάση του νομίμου τεκμηρίου της δημοσίας κτήσεως.
6. Το ανωτέρω νομικό καθεστώς προστασίας της δημοσίας δασικής κτήσεως ελειτούργησε μέχρι τώρα ικανοποιητικά, και οφείλεται ευγνωμοσύνη στους δασικούς υπαλλήλους, που στην μεγάλη τους πλειοψηφία διεφύλαξαν και επροστάτευσαν τα δάση. Η κατασκευή και προβολή ιδιωτικών δικαιωμάτων επί των δημοσίων δασών, που όπως προείπαμε συγκαταλέγεται μεταξύ των δεινών της αγρίας οικιστικής αναπτύξεως στην χώρα μας, δεν ήτο δική των αποτυχία. Είναι αποτυχία του πελατειακού συστήματος, που απέφυγε μέχρι σήμερα την κατάρτιση του δασολογίου και όταν ακόμα διετάχθη με αποφάσεις του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, συνέπραξε στην διαστρέβλωση του θεσμού της κατατμήσεως των δασών και στην οικοπεδοποίησή των, ανεγνώρισε ανύπαρκτα δικαιώματα επί δασών σε διάφορες κατηγορίες προσώπων, ως λ.χ. τους ρητινοσυλλέκτες, και ενέκρινε την ένταξη δασικών εκτάσεων στα σχέδια πόλεως. Όλες αυτές οι πρακτικές υπήρξαν και είναι παράνομες. Αυτές είναι η πηγή της συγχύσεως που επικρατεί σήμερα και διαφαίνεται στην πρώτη συζήτηση της τροπολογίας ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής. Είναι ανάγκη να τονισθεί από του βήματος αυτού ότι οι πρακτικές αυτές μπορεί μεν να οδήγησαν σε φαλκίδευση των δασών και δημοσίων εκτάσεων, αλλά δεν εθεμελίωσαν κανένα ιδιωτικό δικαίωμα στα δημόσια δάση. Δεν μπορεί, λοιπόν, να γίνεται επίκληση τέτοιων δικαιωμάτων σήμερα. Ιδιωτικό δικαίωμα κυριότητος μπορεί να επικαλούνται μόνον εκείνοι που αποδεικνύουν την πηγή του δικαιώματός των στην Ειδική Πράξη του Σουλτάνου (Χοτζέτι) ή άλλων ισοδυνάμων οθωμανικών τίτλων. Τέτοιες, όμως, περιπτώσεις είναι πολύ λίγες. Είναι δε βαρεία προσβολή της εθνικής κυριαρχίας η αναγνώριση ιδιωτικών δικαιωμάτων επί της δημοσίας κτήσεως με νόμο, αμέσως ή εμμέσως, μέσω θεσμών που προσιδιάζουν στα ιδιωτικά δικαιώματα όπως είναι η χρησικτησία.
7. Ειδικώτερα, η ένταξη δασών στα σχέδια πόλεως, μπορεί να διέφυγε του ακυρωτικού ελέγχου σε ωρισμένες περιπτώσεις και με διάφορες αιτιολογίες, πλην όμως, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν ίδρυσε κανένα δικαίωμα κυριότητος των ιδιωτών επί των δασικών εκτάσεων που αυτοί απεψίλωσαν και εν συνεχεία επέτυχαν να καταστήσουν οικοδομικά τετράγωνα. Αυτό το γνωρίζουν καλώς οι συντάκτες της τροπολογίας, και γι’ αυτό επιχειρούν να ιδρύσουν πράγματι τώρα το δικαίωμα αυτό, απαγορεύοντας στο κράτος να ασκήσει το δικαίωμα προστασίας των δημοσίων δασών και επιχειρώντας την κατάργηση του νομικού τεκμηρίου υπέρ της δημοσίας δασικής κτήσεως. Αν εκείνοι που επέτυχαν την ένταξη δασικών εκτάσεων στο σχέδιο πόλεως, είχαν πράγματι δικαίωμα κυριότητος, θα μπορούσαν να το έχουν επιδιώξει ενώπιον των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων. Ακριβώς, όμως, επειδή δεν έχουν, αναλαμβάνει να τους το δημιουργήσει η επίμαχη τροπολογία με την μέθοδο που προαναφέραμε. Κατά πρωτοφανή τρόπο, δηλ., ανατρέπει το τεκμήριο του κράτους και του απαγορεύει να ασκήσει τα δικαιώματά του, κατηγορώντας το μάλιστα διότι αμέλησε μέχρι σήμερα να τα ασκήσει εις βάρος των καταπατητών. Η ανάγνωση της αιτιολογικής εκθέσεως της τροπολογίας και των πρακτικών συζητήσεώς της στην Βουλή, κάνει τον νηφάλιο αναγνώστη να διερωτάται αν η αμέλεια, έστω, του κράτους προς επιδίωξη των νομίμων δικαιωμάτων του επί των δημοσίων δασών, μπορεί να δικαιολογήσει την συνηγορία υπέρ των καταπατητών των.
8. Η τροπολογία, το μόνο αποτέλεσμα που θα επιφέρει είναι η σύγχυση. Διότι το περιεχόμενό της είναι εγγενώς και χονδροειδώς αντισυνταγματικό για τους ακόλουθους λόγους:
Α. Καταργεί το αναπαλλοτρίωτο της δημοσίας κτήσεως σε ωρισμένα τμήματά της «ακίνητα» – δασικές εκτάσεις εντός σχεδίου πόλεως- θεσπίζοντας χρησικτησία εις βάρος της. Αλλά, όπως είπαμε, η δημοσία κτήση είναι μέρος της εθνικής κυριαρχίας που δεν μπορεί να καταργηθεί με νόμο. Απλώς η τροπολογία εν τούτω, συνιστά αντεθνικήν ενέργεια.
Β. Κατ΄ουσίαν τέμνει με την ρύθμισή της διαφορά μεταξύ κράτους και πολιτών αναγομένη σε δημόσια κτήση και ιδιωτικά δικαιώματα, κατά παράβαση των άρ. 26 και 95 του Συντάγματος που αναθέτουν την δικαιοδοσία αυτή στα δικαστήρια.
Γ. Η ρύθμιση εμπεριέχει ανεπίτρεπτη αναδρομικότητα, αφού, επιχειρώντας την κατάργηση του αναπαλλοτριώτου της δημοσίας κτήσεως, εμποδίζει το κράτος να προστατεύσει την δημοσία κτήση με την κατάλληλη συμπεριφορά,
αφού δεν είναι νοητό να αποβαίνει εις βάρος του κράτους η επιείκεια την οποίαν επέδειξε στους καταπατητές.
Δ. Αντίκειται στην αρχή του κράτους δικαίου και της χρηστής διοικήσεως τη συλλήβδην νομιμοποίηση παρανόμων καταστάσεως χωρίς την επισταμένη έρευνα μιας εκάστης τούτων (βλ. νομολογία ΣτΕ επί της αρχικής συλλήβδην
νομιμοποιήσεως των αυθαιρέτων).
Ε. Τέλος, και χειρότερο όλων, η ανωτέρω αντισυνταγματικότητες και παρανομίες που δεν θα ανεχόταν κανένας έντιμος δικαστής, δεν θα υπάρξει ποτέ η ευκαιρία να τεθούν υπό την κρίση δικαστηρίου, αφού το μεν Δημόσιο
και οι υπ’ αυτού ευεργετούμενοι ιδιώτες, δεν έχουν λόγο να προσέλθουν στα δικαστήρια, οι δε πληττόμενοι και έχοντες έννομο συμφέρον Έλληνες πολίτες, οι αληθείς κύριοι των δασών, δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν
τέτοιες δίκες.
9. Εν συμπεράσματι, το Επιμελητήριο φρονεί:
Α. Ένα τόσο σοβαρό θέμα εθνικής σημασίας, όπως είναι η για πρώτη φορά στην ιστορία του έθνους επιχειρουμένη κατάργηση του αναπαλλοτριώτου της δημοσίας κτήσεως, δεν μπορεί να είναι αντικείμενο μιας απλής τροπολογίας. Κατ’ αρχήν, δεν πρέπει να δίδεται η εντύπωση ότι επιδιώκεται λύση εξ υφαρπαγής. Έπειτα, όχι μόνον η Κυβέρνηση, αλλά και όλοι οι δημόσιοι άνδρες, πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν είναι το κράτος που οφείλει να αποδεικνύει πόθεν έσχε τα δημόσια δάση. Αυτά τα απέκτησε με το αίμα των αγωνιστών και τα έχει δυνάμει της κυριαρχίας που έχει στην συντριπτική έκταση των δασών. Είναι οι ιδιώτες που πρέπει να αποδεικνύουν τα δικά των, αφού η ιδιωτική κτήση είναι η εξαίρεση στην χώρα μας.
Β. Αν, από τις πελατειακές πρακτικές και την πλημμελή λειτουργία των υπηρεσιών του κράτους, προέκυψαν συγκρούσεις, αυτές πρέπει να εξετάζονται ατομικώς, και αρμόδια διά την κρίση των είναι κατ’ αρχήν τα δικαστήρια. Μεγάλος αριθμός συγκρούσεων επιβάλλει μεν επισταμένην έρευνα και μελέτη, ουδέποτε όμως δικαιολογεί και στηρίζει συλλήβδην νομοθετικές ρυθμίσεις. Μόνο με την σοβαράν και επισταμένην έρευνα μπορεί να κριθεί εάν υπάρχουν περιπτώσεις άξιες προστασίας και ποία πρέπει να είναι η ατομικώς, πάντοτε, παρεχομένη προστασία.
Γ. Στην συζήτηση του προβλήματος ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπείας, δεν επιτρέπεται να μετέχουν βουλευτές που είναι κύριοι δασών ή δασικών εκτάσεων, πολλώ δε μάλλον να εισηγούνται λύσεις του προβλήματος. Είναι
θεμελιώδης αρχή του δικαίου ότι δεν μετέχουν στην λήψη δημοσίων αποφάσεων οι εξαρτώντες άμεσα συμφέροντα εξ αυτών. Η αρχή αυτή ισχύει προκειμένου περί των δημοσίων λειτουργών, δικαστών και υπαλλήλων, οι οποίοι, κατά μακράν παράδοση, αυτοεξαιρούνται ή αποκλείονται από την συζήτηση υποθέσεων στις οποίες υπάρχει έστω και μεμακρυσμένος δεσμός με συμφέροντά των. Δεν βλέπει κανείς γιατί αυτή η αρχή δεν θα ισχύσει και προκειμένου περί των βουλευτών. Το σφάλμα που διεπράχθη κατά την αναθεώρηση των διατάξεων του άρ.24 του Συντάγματος περί των δημοσίων δασών, δεν πρέπει να επαναληφθεί, διότι θα κλονίσει ανεπανορθώτως το
κύρος της εθνικής αντιπροσωπείας.
Δ. Θα ήταν σφάλμα να υποτιμηθεί η αγανάκτηση του λαού κατά της επιχειρουμένης ανατροπής. Η φωνή που φθάνει στο Επιμελητήριο, από όλα τα μέρη της Ελλάδος, είναι μία και σαφής: «Όχι στους δασοφάγους.
Όχι στην διαρπαγή του εθνικού πλούτου».
Αθήνα, 24.2.2003