Η συζήτηση για την ενέργεια έχει ξεκίνησε μετά τη διαπίστωση των κλιματικών αλλαγών (με άμεσα φαινόμενα τις βροχές και πλημμύρες και την ανομβρία και τις δασικές πυρκαγιές). Αιτία των αλλαγών αυτών είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου που προκαλείται κυρίως από το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και από ενώσεις του φθορίου και του αζώτου). Με τη σειρά του αυτά παράγονται από την καύση ορυκτών καυσίμων (κυρίως πετρελαίου και άνθρακα). Οι μεγαλύτερες ποσότητες CO2 οφείλονται στην χρήση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, τη βιομηχανία, την οικιακή θέρμανση και τις μεταφορές (αεροπλάνα, πλοία, αυτοκίνητα, σιδηρόδρομοι). Αφορμή για τις πρόσφατες έντονες αντιπαραθέσεις και την ανάμιξη της κοινής γνώμης ήταν η ραγδαία και συνεχής αύξηση των τιμών του πετρελαίου.
Η συμφωνία του Κιότο το Δεκέμβρη 1997 (πρωτόκολλο του Κιότο) προέκυψε από τη «Σύμβαση πλαίσιο για τις κλιματικές αλλαγές» (Διάσκεψη του Ρίο 1992). Η σύμβαση είχε στόχο «τη σταθεροποίηση των συγκεντρώσεων των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα …, ώστε να προληφθούν επικίνδυνες επιπτώσεις στο κλίμα από τις ανθρώπινες δραστηριότητες». Το Πρωτ. Κιότο καθόρισε στόχους για τα αέρια του θερμοκηπίου και δυνατότητα εμπορίας εκπομπών 6 αερίων. Το πρωτόκολλο όμως δεν έχουν υπογράψει χώρες που παράγουν υψηλά ποσοστά ρύπων: ΗΠΑ, Κίνα, Ινδία. Στο πρωτ. Κιότο προβλέπεται ότι οι χώρες που μειώνουν την εκπομπή αερίων (συνήθως οι πλούσιες) κερδίζουν πόντους που μπορούν να πουλήσουν σε εκείνες που δεν έχουν επιτύχει μειώσεις εκπομπών. Αυτό οδηγεί πολλές χώρες να μην αναπτύσσουν πολιτικές κατά της αέριας ρύπανσης και πληρώνοντας να συνεχίζουν να ρυπαίνουν. Η υποκριτική αυτή συναλλαγή αποδεικνύει ότι η αγορά δεν μπορεί να δόση λύση, αλλά αντίθετα γεννά περισσότερα προβλήματα. Η Ελλάδα έχει ήδη το 2002 αυξήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 26%, ποσοστό που θα έπρεπε να ίσχυε το 2010. Γι’ αυτό τιμωρήθηκε με πρόστιμο, που θα επαναληφθεί αν συνεχιστεί η αύξηση των εκπομπών. Φυσικά το πρόστιμο επιβαρύνει όλους τους πολίτες εξίσου, πράγμα άδικο.
Να σημειωθεί ότι παγκόσμια ο λιγνίτης και ο άνθρακας καλύπτουν το 42% της ηλεκτροπαραγωγής, ενώ στην ΕΕ το 30%. Στην Ελλάδα οι ενεργειακές ανάγκες καλύπτονται:*από ηλεκτρισμό κατά 21,1% που είναι υπεύθυνος για το 53% των αερίων θερμοκηπίου (διότι παράγεται κυρίως από λιγνίτη και πετρέλαιο). *από πετρέλαιο κατά 68,5% (το 39% καλύπτει τις μεταφορές – το υπόλοιπο χρησιμοποιείται στη βιομηχανία και την οικιακή θέρμανση). Για το 2006 η μεικτή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ήταν 60 ΤWh (τεραβατώρες) που παρήχθησαν 60% από λιγνίτη, 16% από πετρελαϊκά προϊόντα, 18,7% από φυσικό αέριο, 14% από υδροηλεκτρικά και 2,1% από αιολικά.Σύμφωνα με το Υπουργείο Ανάπτυξης η αύξηση της ζήτησης ενέργειας είναι 3% το χρόνο. Αυτή αφορά στη θέρμανση και ψύξη, τις μεταφορές (κυρίως το ι.χ. αυτοκίνητο) και τη βιομηχανία.
Η αύξηση της ζήτησης είναι μεγάλη και αντανακλά σε όλο και μεγαλύτερες καταναλώσεις πετρελαιοειδών και άρα σε δημόσιες δαπάνες που ακολουθούν την άνοδο των τιμών.
● Το πρώτο βήμα είναι οι εξοικονόμηση ενέργειας σε όλους τους τομείς.
● Το δεύτερο είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη και συντομότερη μείωση της εξάρτησης από το πετρέλαιο και τον άνθρακα.Η εξοικονόμηση στη βιομηχανία απαιτεί εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και του τρόπου παραγωγής. Στις μεταφορές βάρος πρέπει να δοθεί στη βελτίωση της δημόσιας συγκοινωνίας. Στις πόλεις το τραμ, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και ο υπόγειος σιδηρόδρομος πρέπει να συνδυαστούν σε ένα αλληλοϋποστηριζόμενο δίκτυο. Να πάψει να ενθαρρύνεται το ι.χ. και μάλιστα τα μεγάλου κυβισμού ενεργοβόρα αυτοκίνητα. Να δοθούν κίνητρα για τα υβριδικά αυτοκίνητα.
Σε επίπεδο χώρας πρέπει να εκσυγχρονισθεί (ηλεκτροκίνηση) και να επεκταθεί ο σιδηρόδρομος, όπως και οι ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες που βρίσκονται σε απαράδεκτο επίπεδο. Στον οικιακό τομέα πρέπει να ενθαρρυνθεί η χρήση του φυσικού αερίου για μαγείρεμα και θέρμανση. Να βελτιωθεί η ενεργειακή αποδοτικότητα των κτιρίων. Να εφαρμοστεί αυστηρά νέος ρεαλιστικός κανονισμός θερμομονώσεων και κατασκευής κτιρίων. Η χώρα μας καταδικάστηκε πέρυσι για τη μη ενσωμάτωση της οδηγίας για την ενεργειακή αποδοτικότητα κτιρίων. Η Greenpeace υπολογίζει ότι στον τομέα αυτό μπορεί να γίνει εξοικονόμηση 50%. Η σοβαρή εξοικονόμηση ενέργειας είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη και απόδοση των ανανεώσιμων μορφών ενέργειας (ΑΠΕ), οι οποίες μπορούν και πρέπει να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα. Φυσικά αυτό σημαίνει αλλαγή στο υπερκαταναλωτικό και σπάταλο πρότυπο ζωής που ακολουθούμε τα τελευταία 30 χρόνια.Ο περιορισμός της εξάρτησης από το εισαγόμενο πετρέλαιο, αλλά και από το λιγνίτη θα γίνει με την εξοικονόμηση ενέργειας και την παράλληλη επέκταση των ΑΠΕ. Το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) (Βουλή 8.2.08) προβλέπει ότι μέχρι το 2020 θα έχουμε 5600 ΜW από αιολικά, 800 ΜW από φωτοβολταϊκά, 400 MW από βιομάζα και 4200 ΜW από μικρά υδροηλεκτρικά, δηλ. σύνολο 11.000 ΜW, που σημαίνει αύξηση της παρούσας εγκατεστημένης ισχύος (14.051 ΜW) κατά 78%. Σύμφωνα με αυτήν την πρόβλεψη η Ελλάδα εκπληρώνει τις συμβατικές της υποχρεώσεις προς την ΕΕ (εξοικονόμηση 20% σε πρωτογενή ενέργεια), χωρίς να προσφύγουμε στο λιθάνθρακα.
Σχετικά με την επιλογή των πηγών ενέργειας της χώρας ο Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος πιστεύει ότι πρέπει να ισχύουν συγκεκριμένα κριτήρια και στόχοι
1. Η ενέργεια είναι κοινωνικό αγαθό και πρέπει να προσφέρεται σε φθηνή τιμή στο σύνολο των Ελλήνων. Αυτό, νομίζουμε, πρέπει να αποτελεί πρώτο στόχο της ενεργειακής πολιτικής.
2. Να χρησιμοποιηθούν κατά προτεραιότητα οι εγχώριες πηγές ενέργειας ώστε να περιοριστεί, όσο είναι δυνατόν, η οικονομική και πολιτική εξάρτηση από εισαγόμενα καύσιμα. Με τη λογική αυτή δεν μπορεί να αποκλείεται ο εγχώριος λιγνίτης. Προϋπόθεση είναι η χρήση φίλτρων και τεχνικών, που περιορίζουν την ατμοσφαιρική ρύπανση.
3. Να αναπτυχθούν άμεσα, μετά από προσεκτική μελέτη, όλες οι μορφές ΑΠΕ ανάλογα με τα φυσικά δεδομένα κάθε περιοχής.
4. Το Χωροταξικό Σχέδιο των ΑΠΕ είναι απαραίτητο για την ανάπτυξή τους. Το Σχέδιο που ψηφίστηκε όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, αφού δίνει τη δυνατότητα εγκατάστασής τους («κατά περίπτωση») σε εθνικούς δρυμούς, περιοχές φυσικού κάλλους, κ.τ.λ. Ο τρόπος που ήδη αναπτύσσονται (κυρίως τα αιολικά και φωτοβολταϊκά) ευνοεί μόνον τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα, που επιδιώκουν να παράγουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας και να την πουλούν στη ΔΕΗ με σημαντικό κέρδος.
5. Τα φωτοβολταϊκά πρέπει να υποστηριχθούν με πολιτική οικονομικών κινήτρων που θα απευθύνεται στους οικιακούς καταναλωτές, στους μικρούς διάσπαρτους ορεινούς και νησιωτικούς οικισμούς, κ.τ.λ.
6. Το φυσικό αέριο πρέπει να επεκταθεί στους οικισμούς και να καλύψει κατά προτεραιότητα τον οικιακό τομέα (μαγείρεμα, θέρμανση).
7. Η πυρηνική ενέργεια δεν είναι ανανεώσιμη ενέργεια, είναι ακριβή και επικίνδυνη. Τα πυρηνικά απόβλητα αποτελούν πηγή ακτινοβολίας για μερικές χιλιάδες χρόνια και η ασφαλής αποθήκευσή τους παραμένει άλυτο πρόβλημα. Η πυρηνική ενέργεια θα οδηγήσει τη χώρα σε οικονομική και πολιτική εξάρτηση.
8. Ο λιθάνθρακας είναι εισαγόμενος, ακριβός και ρυπογόνος. Προωθείται από επιχειρηματικά συμφέροντα λόγω των κερδών που αυτά προσδοκούν από τη χρήση του. Για τη ΡόδοΙσχύουν σχεδόν όλα όσα αναφέρονται πιο πάνω. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά η εξοικονόμηση ενέργειας και η ανάπτυξη των ΑΠΕ. Αν αυτοί οι τομείς είχαν περιληφθεί σε μια συνολική ενεργειακή πολιτική πρίν από 20 χρόνια, ίσως σήμερα δεν θα χρειαζόταν να κατασκευαστεί δεύτερος Ατμοηλεκτρικός Σταθμός (ΑΗΣ) στο νησί. Η εξοικονόμηση ενέργειας αποτελεί ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Η εξοικονόμηση αφορά και στην συνεχή επέκταση των τουριστικών εγκαταστάσεων, συνεπώς σχετίζεται με την εκπόνηση και εφαρμογή Χωροταξικού Σχεδιασμού. Εκτός από την ενέργεια και οι φυσικοί πόροι του νησιού (νερό, ακτές, δάση, κ.α.) είναι πεπερασμένοι και πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη.Ο Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος διαφωνεί με τη σύνδεση της Ρόδου με το ηλεκτρικό δίκτυο της Τουρκίας. Εάν επαναπαυθούμε στη λύση αυτή υπάρχει κίνδυνος να ατονήσουν τα αναγκαία μέτρα για εξοικονόμηση ενέργειας και ανάπτυξη των ΑΠΕ. Επίσης δεν είναι φρόνιμο να εξαρτηθεί το νησί ενεργειακά, ειδικά από χώρα με την οποία υπάρχουν ήδη πολιτικές τριβές.