Εισαγωγικά στοιχεία για τη Ρόδο.
Η Ρόδος βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας σε απόσταση 250 ναυτικά .μίλια από τον Πειραιά. Στο κέντρο και προς τα δυτικά κυριαρχεί ο ορεινός όγκος του Αττάβυρου (1215 μ.) από όπου ξεκίνησε η φωτιά (Άγιος Ισίδωρος), ενώ το υπόλοιπο νησί είναι ημιορεινό και κυρίως πεδινό. Στις παρακάτω παραγράφους γίνεται μια συνοπτική αναφορά στη χλωρίδα και στην πανίδα του νησιού με έμφαση στα ενδημικά και σπάνια είδη.
Χλωρίδα
Στη Ρόδο, συνολικά, έχουν καταγραφεί 1351 φυτά εκ των οποίων 8 είναι τοπικά ενδημικά, 13 είναι ενδημικά του Αιγαίου και της Ρόδου, ενώ 64 είναι ενδημικά της Τουρκίας και της Ρόδου (βλ. Παράρτημα 1).
Λόγω του θερμο-μεσογειακού κλίματος οι βιότοποι που απαντώνται σε όλο το νησί είναι κυρίως αυτοί της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης με αείφυλλους θάμνους (με χαρακτηριστικότερα είδη το σχίνο Pistacia lentiscus, την κουμαριά Arbutus unedo και το πουρνάρι Quercus coccifera), φρύγανα (με χαρακτηριστικότερα είδη το θυμάρι Corydothymus capitatus, την αστοιβή Sarcopoterium spinosum, τη ρίγανη Origanum sp, τον ασφόδελο Asphodelus sp και την ασφάκα Phlomis fruticosa), καθώς και πευκόφυτες πλαγιές τραχείας πεύκης Pinus brutia, που κατά τόπους συγκροτεί σπάνια μικτά δάση με οριζοντιόκλαδα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens v. horizontalis).
Τα μικτά αυτά δάση απαντώνται σε ελάχιστα μέρη στην Ελλάδα (Δωδεκάνησα και Κρήτη) και στη Ρόδο τα βρίσκουμε σε μία από τις καλύτερες και πιο αντιπροσωπευτικές τους μορφές. Στα σημεία της ενδοχώρας καλλιεργούνται κυρίως ελιές και αμπέλια, ενώ στα παράλια κυριαρχούν τα κέδρα (Juniperus sp) που φύονται ως και τη θάλασσα.
Ανάμεσα στα ξεχωριστά φυτικά είδη της Ρόδου συμπεριλαμβάνεται και η λικιδάμβαρη (Liquidambar orientalis) ή ζητιά όπως την αποκαλούν οι Ροδίτες. Η κατανομή αυτού του δέντρου περιορίζεται στη Ρόδο και σε δύο περιοχές της ΝΔ Μικράς Ασίας. Συνήθως φυτρώνει σε ποτάμια και ρεματιές που έχουν συνεχή ροή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Στη ζητιά οφείλεται η μεγάλη συσσώρευση των πεταλούδων στη γνωστή «κοιλάδα των πεταλούδων».
Άλλα είδη που συμμετέχουν λιγότερο ή περισσότερο στη βλάστηση του νησιού είναι η κουκουναριά (Pinus pinea), η χαρουπιά (Ceratonia silliqua), τα ρείκια (Erica sp.), η μυρτιά (Myrtus communis), η δάφνη (Laurus nobilis), η αγριοκουμαριά (Arbutus adrachnae), το σπάρτο (Spartium junceum), η ασπαλαθιά (Callicotome villosa), ο αρκουδόβατος (Smilax aspera), το σπαράγγι (Asparagus acutifolius), η πικροδάφνη (Nerium oleander), η γαλαστοιβή (Euphorbia acanthothamnos), η θρούμπα (Satureja thymbra), η ασφάκα (Phlomis fruticosa), οι λαδανιές (Cistus sp.), η λεβάντα (Lavandula stoechas), η αφάνα (Genista acanthoclada), το αμάραντο (Helichrysum ciculum) και η σκυλοκρεμμύδα (Urginea maritima).
Carlström A. (1987). A survey of the flora and phytogeography of Rhode, Simi, Tilos and the Marmaris peninsula (Southeast Greece – Southwest Turkey). PhD Thesis, University of Lund, pp 302.
Πανίδα
Στο νησί της Ρόδου έχουμε σημαντικούς χερσαίους οικοτόπους, εθνικής και διεθνούς σημασίας, με ένα μεγάλο αριθμό ειδών, παρότι οι πληθυσμοί πολλών σπονδυλωτών έχουν μειωθεί τα τελευταία χρόνια και συνεχίζουν να απειλούνται λόγω των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων. Αντίστοιχα, τα γλυκά νερά της Ρόδου φιλοξενούν μεγάλη ποικιλία χλωρίδας και πανίδας.
Τα χαρακτηριστικά ζώα που μπορούμε να βρούμε στα υδάτινα συστήματα του νησιού είναι το ενδημικό ψάρι γκιζάνι (Ladigesocypris ghigii), το γαστερόποδο (Melanopsis praemorsa), το καβούρι (Potamon potamios), η γαρίδα (Palaemonetes antennarius), το χέλι (Anguilla anquilla), ο βάτραχος της Καρπάθου (Pelophylax cerigensis) και η χελώνα (Mauremys caspica). Το γκιζάνι είναι ένα από τα πλέον απειλούμενα με εξαφάνιση είδη ψαριών των γλυκών νερών στην Ευρώπη και προστατεύεται από πολλούς κανονισμούς και νόμους.
Η Ρόδος αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά και πλούσια νησιά της Ελλάδας σε ότι αφορά την ερπετοπανίδα. Στο νησί απαντώνται δύο είδη αμφιβίων (ο πράσινος φρύνος -Bufo virdis και πιθανώς ο απειλούμενος με εξαφάνιση ενδημικός βάτραχος της Καρπάθου-Pelophylax cerigensis), δύο είδη χελωνών (Ελληνική χελώνα-Testudo graeca και γραμμωτή νεροχελώνα-Mauremys caspica), εννέα είδη σαυρών (τυφλίτης-Ophisaurus apodus, σαμιαμίδι-Hemidactylus turcicus, οφίσοψ-Ophisops elegans, τρανόσαυρα-Lacerta trilineata, σαύρα της Ρόδου-Lacerta oertzeni, αφλέφαρος-Ablepharus kitaibelii, λιακόνι-Chalcides ocellatus, χρυσιζουσα σαύρα-Mabuya aurata και αμβίσβαινα-Blanus strauchi), και επτά είδη φιδιών (σαΐτα-Plotyceps najadun, μαύρος έφιος -Dolichophis jugularis, ζαμενής-Hemorrhois nummifer, σπιτόφιδο-Zamenis situlus, νερόφιδο -Natrix natrix, αγιόφιδο-Telescopus fallax και σκουληκόφιδο-Typhlops vermicularis).
Σε ότι αφορά την ορνιθοπανίδα, περισσότερα από πενήντα είδη πουλιών φωλιάζουν στο νησί ενώ άλλα διακόσια είδη επισκέπτονται το νησί κατά τη μετανάστευση. Τα σημαντικότερα 2 Το μεγαλύτερο μέρος της δευτερογενούς πληροφορίας για την πανίδα προήλθε από τον: Masseti M. (2002). Το νησί των ελαφιών. Δήμος Ροδίων – Ο.Π. σελ: 224. αναπαραγόμενα είδη είναι: ο μαυροπετρίτης (Falco eleonorae), ο πετρίτης (Falco peregrinus), το χρυσογέρακο (Falco biarmicus), η αετογερακίνα (Buteo rufinus), ο σπιζαετός (Hieraaetus fasciatus, το πιο μεγάλο αρπακτικό στη Ρόδο), ο γαλαζοκότσυφας (Monticola solitarius), η λευκοσουσουράδα (Motacilla alba), ο μαυροτσιροβάκος (Sylvia melanocephala). Από καιρό σε καιρό, εμφανίζονται πουλιά που είναι πολύ σπάνια στην Ευρώπη όπως ο ερημοσφυριχτής (Charadirus leschenaulti) και η σμυρναλκύονα (Halcyon smyrnensis).
Το πλατόνι Dama dama, είναι το πιο γνωστό και αντιπροσωπευτικό είδος από τα χερσαία θηλαστικά της Ρόδου, στα οποία περιλαμβάνονται και τα παρακάτω είδη: ο ανατολικός σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor), η δίχρωμη χωραφομυγαλίδα (Crocidura leucodon), οι πυγμαίες ετρουσκομυγαλίδες (Suncus etruscus), o λαγός (Lepus europaeus rhodius), το αγριοκούνελο (Oryctolagus cuniculus), o βραχοποντικός (Apodemus mystacinus rhodius), ο δασοποντικός (Apodemus sylvaticus), ο δεκατιστής (Rattus norvegicus), ο μαυροποντικός (Rattus rattus) και το υποείδος του Rattus rattus frugivorus, ο σπιτοποντικός (Mus domesticus), η αλεπού (Vulpes vulpes), το κουνάβι (Martes foina) και το ενδημικό υποείδος του Martes foina milleri, o ασβός (Meles meles).
Τα χειρόπτερα στη Ρόδο περιλαμβάνουν είδη όπως: ο ρινόλοφος του Blasius (Rhinolophus blasii), ο μεσορινόλοφος (Rhinolophus euryale), ο τρανορινόλοφος (Rhinolophus ferrumequinun), μικρορινόλοφος (Rhinolophus hipposideros), η τραυμομυωτίδα (Myotis myotis), η λευκονυχτερίδα (Pipistrellus kuhlii), η νανονυχτερίδα (Pipistrellus pipistrellus), η βουνονυχτερίδα (Pipistrellus savii), η Μεσογειακή ωτονυχτερίδα (Miniopterus schreibersi) και ο νυχτονόμος (Tadarida teniotis).
Στη Ρόδο υπάρχει επίσης ένας πληθυσμός μικρόσωμων αλόγων ελευθέρας βοσκής, εκ των οποίων επέζησε, τα τελευταία χρόνια, ένας πολύ μικρός αριθμός που ζει σε βραχώδεις λόφους στα περίχωρα του χωριού Αρχάγγελος. Ο βιότοπός τους πριν περισυλλεχτούν για λόγους προστασίας και αύξησης του πληθυσμού σε περιφραγμένο χώρο στην περιοχή του χωριού Αρχάγγελος, με σκοπό την απελευθέρωση αργότερα στον ίδιο χώρο, βρισκόταν στην περιοχή του όρους Κουτσούπη Αρχαγγέλου και στην περιοχή του Αγ. Νεκταρίου Αρχίπολης.
Σύμφωνα με αρχαιολογικά στοιχεία, τα κοινά πλατόνια άρχισαν να έρχονται στα νησιά του Αιγαίου κατά την πρώιμη Νεολιθική περίοδο. Από έρευνες που έγιναν στις αρχές του 20ου αιώνα φαίνεται ότι η εισαγωγή των πλατονιών στο νησί, πολύ πιθανόν να προήλθε από την Μικρά Ασία, αν και κάποιοι ερευνητές το κατατάσσουν ως ξεχωριστό πληθυσμό με 8 φαινοτυπικές μόνο ομοιότητες με εκείνον της Μικράς Ασίας3. Στις αρχές του ίδιου αιώνα, ο πληθυσμός των πλατονιών στην ηπειρωτική Ελλάδα εξαφανίστηκε και επέζησε μόνο αυτός της Ρόδου. Σύμφωνα με τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο βιβλίο “Το νησί των ελαφιών”, o αριθμός τους εκτιμήθηκε περίπου στα 300 άτομα ενώ νεότερες καταγραφές (2003-2005) τον εκτιμούν σε 400-800 άτομα (Δ. Μερτζανίδου, προσωπική επικοινωνία). Υπάρχει επίσης και ένας μικρός αριθμός που βρίσκεται σε εκτροφείο στο πάρκο Ροδίνι.
Τα πλατόνια προτιμούν τα μικτά δάση με ποικίλη πυκνότητα και ανοικτά λιβάδια, όπου υπάρχουν διάσπαρτα ξέφωτα, ενώ το είδος της τροφής τους εξαρτάται από την εκάστοτε εποχή – κυρίως τρέφονται με γράστες, βότανα, κορφολογήματα και καρπούς.
Πριν τις καταστροφικές φωτιές των τελευταίων 20 χρόνων, η νότια Ρόδος καλυπτόταν από εκτενείς δασικές εκτάσεις, οι οποίες πλέον έχουν δώσει τη θέση τους σε ένα τοπίο εναλλαγής θάμνων, αραιών συστάδων δέντρων και χορτολιβαδικών εκτάσεων. Η εν λόγω αλλαγή στη κάλυψη της γης δε φαίνεται να επηρέασε σημαντικά την κατανομή των πλατονιών, τα οποία εξακολουθούν να οχλούνται κυρίως από το παράνομο κυνήγι και τον συνεχώς αυξανόμενο τουρισμό.
Θεοδωρίδης Ν., Βούλγαρης Κ & Κ Παπαστεργίου (2008). Το πλατώνι της Ρόδου: Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, επιπτώσεις από τις δασικές πυρκαγιές, την κτηνοτροφία και τη λαθροθηρία. Εισήγηση σε συνέδριο της Ε.Λ.Ε.